δίπους

δίπους
(dipus). Τρωκτικό απλής οδόντωσης της οικογένειας των διποδιδών. Συναντάται συχνά στην Αίγυπτο, γι’ αυτό ονομάζεται και ποντικός των πυραμίδων, είναι όμως διαδεδομένο και σε στέπες ή σε ερημικές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αφρικής, όπου τρέφεται με ρίζες, βλαστούς και σπόρους, τους οποίους ροκανίζει με τους κοπτήρες του. Το σώμα του δ. έχει μήκος 11 εκ. από την κορυφή του ρύγχους έως την αρχή της ουράς, η οποία υπολογίζεται έως 18 εκ. Τα μπροστινά άκρα είναι κοντά και χρησιμεύουν μόνο ως συλληπτήρια όργανα. Τα πίσω, που είναι πολύ ανεπτυγμένα και διαθέτουν μεγάλο πέλμα, είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για άλματα. Το μαλακό του τρίχωμα είναι καφετί στο πάνω μέρος του σώματος και λευκό στο κάτω. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο δ. κοιμάται στη φωλιά του, την είσοδο της οποίας κλείνει με χώμα ή άμμο. Με τη δύση του ηλίου βγαίνει για να αναζητήσει την τροφή του και συχνά διανύει μεγάλες αποστάσεις, κινούμενος με συνεχή άλματα. Το χαριτωμένο αυτό τρωκτικό, το κρέας του οποίου αποτελεί τροφή για τους ιθαγενείς, μπορεί να ζήσει για μεγάλο διάστημα σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Ο δίπους συναντάται συχνά στην Αίγυπτο, γι’ αυτό λέγεται και ποντικός των πυραμίδων.
* * *
-oυν (AM δίπους, -ουν)
1. αυτός που έχει δύο πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο δίπους
μικρό τρωκτικό θηλαστικό με πολύ μακριά πισινά πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος δύο ποδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίπους — two footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδα — δίπους two footed neut nom/voc/acc pl δίπους two footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπόδων — δίπους two footed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδας — δίπους two footed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδες — δίπους two footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδι — δίπους two footed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποδος — δίπους two footed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπος — δίπους two footed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποσι — δίπους two footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίποσιν — δίπους two footed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”